- όμαιμος
- -η, -ο (Α ὅμαιμος, -ον και ποιητ. τ. ὁμαίμιος, -ον)ο εξ αίματος συγγενής με κάποιον («τὸ μητρὸς αἷμ, ὅμαιμον ἐκχέας πέδοι», Αισχύλ.)αρχ.(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ ὅμαιμοςαδελφός, αδελφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. ολιγό-αιμος].
Dictionary of Greek. 2013.